Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η διάλυση του γάμου

См. также в других словарях:

  • διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… …   Dictionary of Greek

  • διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… …   Dictionary of Greek

  • διαζύγιο — το 1. η διάλυση του γάμου. 2. το δικαστικό έγγραφο που επικυρώνει τη λύση του γάμου: Έχει αποφασίσει να πάρει διαζύγιο μετά δέκα χρόνια γάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Ελεονόρα — I Όνομα βασιλισσών της Ευρώπης. 1. Ε. της Ακουιτανίας (Éléοnore d’ Aquitaine, 1122 – Φοντεβρό 1204). Βασίλισσα της Γαλλίας και αργότερα της Αγγλίας. Ήταν κόρη και διάδοχος του δούκα της Ακουιτανίας, Γουλιέλμου Γ’. Το 1137 παντρεύτηκε τον… …   Dictionary of Greek

  • αλύτρωτος — η, ο (Α ἀλύτρωτος, ον) αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί νεοελλ. 1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους… …   Dictionary of Greek

  • διάζευξη — η (AM διάζευξις) 1. η διάκριση, η διαφοροποίηση σε δύο ανόμοια ή αντίθετα μέρη 2. το διαζύγιο, η διάλυση τού γάμου αρχ. μσν. διάλυση, λύση συμφωνίας, συνθήκης κ.λπ. αρχ. 1. η αποχή από γυναίκα 2. ο συνδυασμός δύο τετραχόρδων κατά το «διαζευγμένον …   Dictionary of Greek

  • Μαλιμπράν, Μαρία ντε λα Φελιθιντάντ — (Maria de la Felizidad Malibran, Παρίσι 1808 – Μάντσεστερ 1836). Ισπανίδα λυρική τραγουδίστρια. Σπούδασε με τον πατέρα της, τον τραγουδιστή και συνθέτη Μανουέλ Γκαρθία, έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1825 στο Λονδίνο με τον Κουρέα της Σεβίλλης… …   Dictionary of Greek

  • απαλλαγή — η (AM ἀπαλλαγή) 1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο 2. τέλος, θάνατος «την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα) αρχ. «ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω»… …   Dictionary of Greek

  • διάζευξη — η 1. ο διαχωρισμός δύο εξίσου δυνατών διαφορετικών επιλογών, η σύνδεση προτάσεων ή όρων με διαζευκτικούς συνδέσμους. 2. η διάλυση του γάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»